ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children
το, Ν φινίρω
1. τελείωμα
2. (ειδικότερα) τελική επεξεργασία («φινίρισμα υφασμάτων»)
3. άκρη, παρυφή υφάσματος ή ενδύματος.