φινίρισμα

From LSJ

παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die

Source

Greek Monolingual

το, Ν φινίρω
1. τελείωμα
2. (ειδικότερα) τελική επεξεργασίαφινίρισμα υφασμάτων»)
3. άκρη, παρυφή υφάσματος ή ενδύματος.