παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die
το, Ν φινίρω1. τελείωμα2. (ειδικότερα) τελική επεξεργασία («φινίρισμα υφασμάτων»)3. άκρη, παρυφή υφάσματος ή ενδύματος.