φινίρισμα

From LSJ

ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children

Source

Greek Monolingual

το, Ν φινίρω
1. τελείωμα
2. (ειδικότερα) τελική επεξεργασίαφινίρισμα υφασμάτων»)
3. άκρη, παρυφή υφάσματος ή ενδύματος.