φλεβομαλακία

From LSJ

μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation

Source

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. μαλάκυνση τών φλεβικών τοιχωμάτων που οφείλεται σε εκφυλισμό τών ιστών ή τών χιτώνων τους από παθολογικά αίτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέβα + μαλακός.