φλοΐζω

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344

German (Pape)

[Seite 1292] entrinden, die Rinde abschälen, Theophr.

Greek Monolingual

Α φλοιός
(κυρίως παθ.) φλοΐζομαι
αποβάλλω τον φλοιό, βγάζω τη φλούδα.