Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
ὁ, Α
(ενν. ἄνεμος) ο ευρόνοτος, νοτιοανατολικός άνεμος που πνέει από την περιοχή της Φοινίκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖνιξ, -οίνικος + κατάλ. -ίας].