τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion
[Seite 1298] f. l. für φοξίχειλος.
φοξόχειλος: -ον, διάφ. γραφ. ἀντὶ φοξίχ-, ὃ ἴδε.