φοξόχειλος

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source

German (Pape)

[Seite 1298] f. l. für φοξίχειλος.

Greek (Liddell-Scott)

φοξόχειλος: -ον, διάφ. γραφ. ἀντὶ φοξίχ-, ὃ ἴδε.