έκφανση

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385

Greek Monolingual

η (AM ἔκφανσις)
η ενέργεια του εκφαίνω, φανέρωση, φανέρωμα, δήλωση, εκδήλωση («εκφάνσεις του βίου» — οι εκδηλώσεις, τα φανερώματα της ζωής).