φοροδιαφυγή
From LSJ
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
Greek Monolingual
η, Ν
φοροδιαφεύγω
(οικον.) απάτη που γίνεται από τον φορολογούμενο απέναντι στις φορολογικές αρχές και η οποία μπορεί να προκληθεί είτε με απλή απόκρυψη εισοδήματος είτε με τεχνάσματα λίγο-πολύ εξεζητημένα, από ψεύτικα τιμολόγια και βιβλία έως τη δημιουργία πλασματικών εταιρειών.