φοροφυγάδας

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source

Greek Monolingual

και λόγιος τ. φοροφυγάς, ο, Ν φοροφυγή
αυτός που αποκρύπτει το μέγεθος του εισοδήματός του και δεν πληρώνει τους φόρους που του αναλογούν.