φουκαριάρης

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559

Greek Monolingual

-α, -ικο, Ν
φουκαράς, ταλαίπωρος, δύστυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φουκαράς + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. ψωριάρης)].