Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φουκαριάρης

From LSJ

Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht

Menander, Monostichoi, 64

Greek Monolingual

-α, -ικο, Ν
φουκαράς, ταλαίπωρος, δύστυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φουκαράς + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. ψωριάρης)].