φουρνίζω

From LSJ

ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events

Source

Greek Monolingual

Ν φούρνος
1. βάζω κάτι στον φούρνο για να ψηθεί
2. φουρνίρω («μού φούρνισε και μερικές σάπιες ντομάτες ο μανάβης»).