φουρνίζω

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449

Greek Monolingual

Ν φούρνος
1. βάζω κάτι στον φούρνο για να ψηθεί
2. φουρνίρω («μού φούρνισε και μερικές σάπιες ντομάτες ο μανάβης»).