φρενάρω

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source

Greek Monolingual

Ν
πατώ φρένο, τροχοπεδώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρένο + ρηματ. κατάλ. -άρω].