ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
Νπατώ φρένο, τροχοπεδώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < φρένο + ρηματ. κατάλ. -άρω].