φρενογράφος

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68

Greek Monolingual

ο, Ν
(παλ. όρος) όργανο για την γραφική παράσταση τών κινήσεων του διαφράγματος κατά την αναπνοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -γράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].