φρενογράφος

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135

Greek Monolingual

ο, Ν
(παλ. όρος) όργανο για την γραφική παράσταση τών κινήσεων του διαφράγματος κατά την αναπνοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -γράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].