φρενοπτωσία
From LSJ
Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat
Greek Monolingual
και φρενόπτωση, η, Ν
ιατρ. (παλ. όρος) η προς τα κάτω μετατόπιση της κεντρικής μοίρας του διαφράγματος, η οποία συνδυάζεται, συνήθως, με εντεροπτωσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phrenoptose < φρήν, φρενός + πτώση].