φρενοπτωσία

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source

Greek Monolingual

και φρενόπτωση, η, Ν
ιατρ. (παλ. όρος) η προς τα κάτω μετατόπιση της κεντρικής μοίρας του διαφράγματος, η οποία συνδυάζεται, συνήθως, με εντεροπτωσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phrenoptose < φρήν, φρενός + πτώση].