ευδιαθεσία
From LSJ
τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution
Greek Monolingual
η ευδιάθετος
1. καλή, ευχάριστη ψυχική διάθεση
2. καλή σωματική κατάσταση.