ευδιαθεσία
Τὰ πάντα ῥεῖ καὶ οὐδὲν μένει -> Everything flows and nothing stands still
HeraclitusGreek Monolingual
η ευδιάθετος
1. καλή, ευχάριστη ψυχική διάθεση
2. καλή σωματική κατάσταση.
- Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο