φρυνικός
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
φρυνική, φρυνικόν, = φρυνοειδής, Asclep.Jun. ap. Gal.13.1023.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α φρύνη / φρῡνος]
φρυνοειδής.