φτήνια
From LSJ
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
Greek Monolingual
και φθήνια, η, Ν
1.η ιδιότητα του φτηνού
2. μτφ. ευτέλεια («φτήνια τών συναισθημάτων»)
3. παροιμ. «η φτήνια τρώει τον παρά» — δηλώνει ότι τα προϊόντα που πωλούνται σε μικρές τιμές μπορεί να φαίνονται οικονομικά, τελικά όμως στοιχίζουν περισσότερο από τα ακριβότερα, διότι γρήγορα φθείρονται ή υποβαθμίζονται και πρέπει να αντικατασταθούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη < αρχ. εὐθηνία «αφθονία, φτήνια» (για τον σχηματισμό βλ. λ. φτηνός), ενώ, κατ' άλλους, υποχωρητικά από το ρ. φτηναίνω / φθηναίνω].