φταίχτης

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source

Greek Monolingual

και φταίστης, ο, θηλ. φταίχτρα, Ν
αυτός που φταίει σε κάτι, ένοχος, υπαίτιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φταιξ- του αορ. έφταιξ-α του ρ. φταίω (πρβλ. παίχτης). Ο τ. φταίστης κατ' επίδραση του πταίστης (< πταίω)].