Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
και φταίστης, ο, θηλ. φταίχτρα, Ν
αυτός που φταίει σε κάτι, ένοχος, υπαίτιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φταιξ- του αορ. έφταιξ-α του ρ. φταίω (πρβλ. παίχτης). Ο τ. φταίστης κατ' επίδραση του πταίστης (< πταίω)].