φυγαδευτέον
From LSJ
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
English (LSJ)
one must banish, Porph.VP22.
Greek (Liddell-Scott)
φῠγᾰδευτέον: ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ φυγαδεύω, δεῖ φυγαδεύειν, Πορφύρ. ἐν Βίῳ Χρυσ. 22. 2) φυγαδευτέος, α, ον, ὃν δεῖ φυγαδεύειν, Ἰάμβλιχ. ἐν Βίῳ Πυθ. 34.