φυκίτις

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source

Greek Monolingual

-ίτιδος, ἡ, Α
είδος πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦκος + κατάλ. -ίτης / -ῖτις (πρβλ. ὀνυχ-ίτης / -ῖτις)].