φυλογένεση

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

η, Ν
όρος που ταυτίζεται σχεδόν με την βιολογική εξέλιξη και αναφέρεται στην ιστορία και στις διεργασίες προέλευσης, εμφάνισης, μεταβολής και συγγενικών δεσμών τών οργανισμών στην διάρκεια του χρόνου, είτε πρόκειται για είδη είτε πρόκειται για ανώτερες ταξινομικές βαθμίδες, βάσει της γενικά αποδεκτής άποψης ότι τα ζώα, τα φυτά και οι μικροοργανισμοί κατάγονται από κοινούς προγόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλο / φυλή + γένεση. Η λ., στον λόγιο τ. φυλογένεσις, μαρτυρείται από το 1893 στον Ιω. Σκαλτσούνη].