φυλογένεση
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
Greek Monolingual
η, Ν
όρος που ταυτίζεται σχεδόν με την βιολογική εξέλιξη και αναφέρεται στην ιστορία και στις διεργασίες προέλευσης, εμφάνισης, μεταβολής και συγγενικών δεσμών τών οργανισμών στην διάρκεια του χρόνου, είτε πρόκειται για είδη είτε πρόκειται για ανώτερες ταξινομικές βαθμίδες, βάσει της γενικά αποδεκτής άποψης ότι τα ζώα, τα φυτά και οι μικροοργανισμοί κατάγονται από κοινούς προγόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλο / φυλή + γένεση. Η λ., στον λόγιο τ. φυλογένεσις, μαρτυρείται από το 1893 στον Ιω. Σκαλτσούνη].