φυσικότητα
From LSJ
νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → it's better, you see, to understand and yet say nothing (Menander)
Greek Monolingual
η, Ν
(σχετικά με έκφραση, συμπεριφορά, χαρακτήρα) η ιδιότητα του φυσικού, η ειλικρίνεια, η απλότητα, το ανεπιτήδευτο, το απροσποίητο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσικός. Η λ., στον λόγιο τ. φυσικότης, μαρτυρείται από το 1852 στον Φίλ. Ιωάννου].