φυσιοκράτης
From LSJ
Greek Monolingual
ο, Ν
1. ο οπαδός της φυσιοκρατίας
2. στον πληθ. οι φυσιοκράτες
(οικον.) καθεμία από τις ομάδες διανοητών του 18oυ αιώνα οι οποίοι πρέσβευαν ότι η γη και η αγροτική παραγωγή είναι η μοναδική πηγή πλούτου και ευημερίας τών λαών και οι οποίοι αποτέλεσαν την πρώτη οικονομική σχολή που έθεσε τα θεμέλια της πολιτικής οικονομίας ως επιστήμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιο- (για τη μορφή βλ. λ. φύση) + -κράτης (< κράτος), πρβλ. τεχνοκράτης. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. φυσιοκράται, μαρτυρείται από το 1862 στον Ιω. Μοσχονήσιο].