τεχνοκράτης

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167

Greek Monolingual

ο, Ν
1. οπαδός της τεχνοκρατίας
2. πολιτικός ή δημόσιος λειτουργός που ασκεί το λειτούργημά του με βάση κυρίως τη μελέτη τών οικονομικών μηχανισμών χωρίς να λαμβάνεται σοβαρά υπ' όψιν ο άνθρώπινος παράγοντας
3. εξειδικευμένο πρόσωπο στην επιστήμη ή στην τεχνική, με πείρα και γνώσεις, που βρίσκουν εφαρμογή στην πολιτική, καθώς και στην οικονομική και κοινωνική ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. technocrat < τέχνη + -κράτης (< κράτος)].