φωνοληψία

Greek Monolingual

η, Ν
(φυσ.-τεχνολ.) σύνολο διεργασιών με τις οποίες επιτυγχάνεται η σύλληψη τών ήχων και η αποτύπωσή τους, παλαιότερα με μηχανικά, σήμερα με ηλεκτρακουστικά μέσα («η φωνοληψία του έργου είναι πολύ καλή»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + -ληψία (< -λήπτης < λαμβάνω), πρβλ. ηχοληψία].