φωνοσκόπιο

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source

Greek Monolingual

το, Ν
συσκευή κατάλληλη για την εξέταση του τρόπου παραγωγής της φωνής και τών οργάνων που συντελούν σε αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phonoscope < φωνή + -σκόπιο].