φωσφορώδης
From LSJ
Greek Monolingual
-ες, Ν
1. φωσφορούχος
2. φρ. α) «φωσφορώδες οξύ»
χημ. ανόργανη χημική ένωση, οξυγονούχο οξύ του φωσφόρου, που, ορθότερα, ονομάζεται ορθοφωσφορώδες οξύ
β) «φωσφωρώδη άλατα»
χημ. τα άλατα του φωσφορώδους οξέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωσφόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1802 στον θ. Ηλιάδη].