φωτερός

From LSJ

τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που φωτίζεται καλά, πολύ φωτεινός
2. το ουδ. ως ουσ. το φωτερό
φεγγίτης
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φωτερά
ειρων. τα μάτια («άνοιξε τα φωτερά σου επιτέλους!»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φως, φωτός + κατάλ. -ερός (πρβλ. βροχερός, σκιερός)].