φόρτιση

From LSJ

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source

Greek Monolingual

η, Ν φορτίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του φορτίζωφόρτιση μπαταρίας» — η συσσώρευση ηλεκτρικού φορτίου σε μπαταρία)
2. τεχνολ. η επιβολή μηχανικού φορτίου σε έναν φορέα ή σε μια κατασκευή
3. μτφ. ιδιαίτερο βάρος, ένταση («τα λόγια του επέφεραν φόρτιση της ατμόσφαιρας»)
4. φρ. «συναισθηματική φόρτιση»
μτφ. κυριαρχία έντονων συναισθημάτων.