χέρεσσι
From LSJ
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
English (LSJ)
Ep. dat. pl. of χείρ, Hes.Th.519.
German (Pape)
[Seite 1349] seltener poet. dat. plur. von χείρ, w. m. s.
Greek Monotonic
χέρεσσι: Επικ. δοτ. πληθ. του χείρ.
Russian (Dvoretsky)
χέρεσσι: эп. dat. pl. к χείρ.