νοικοκυροσύνη
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
Greek Monolingual
η νοικοκύρης
ιδιότητα που χαρακτηρίζει τον νοικοκύρη, τη νοικοκυρά, δηλαδή ευπρέπεια, τάξη, επιμέλεια, σύνεση και σοβαρότητα στη διαχείριση τών υποθέσεων του οίκου.