χαιρετώ

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source

Greek Monolingual

-άω, Ν
1. χαιρετίζω, απευθύνω χαιρετισμό σε κάποιον («να χαιρετάς την κλεφτουριά»)
2. φρ. «χαιρέτα μου τον πλάτανο»
α) λες ανοησίες ή ασυναρτησίες
β) λέγεται σε περίπτωση αρνητικής εξέλιξης τών πραγμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. εχαιρέτισα του ρ. χαιρετίζω, κατά το σχήμα ετίμησα: τιμώ, ετόλμησα: τολμώ].