χαιρετώ
From LSJ
Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
Greek Monolingual
-άω, Ν
1. χαιρετίζω, απευθύνω χαιρετισμό σε κάποιον («να χαιρετάς την κλεφτουριά»)
2. φρ. «χαιρέτα μου τον πλάτανο»
α) λες ανοησίες ή ασυναρτησίες
β) λέγεται σε περίπτωση αρνητικής εξέλιξης τών πραγμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. εχαιρέτισα του ρ. χαιρετίζω, κατά το σχήμα ετίμησα: τιμώ, ετόλμησα: τολμώ].