απευθύνω
From LSJ
ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει → man proposes, God disposes | men's wishes are different from what God orders | man's will is often different than God's decisions
Greek Monolingual
(ἀπευθύνω)
νεοελλ.
1. κατευθύνω, αποστέλλω κάτι προς κάποιον
2. αποτείνω («σου απευθύνει τον λόγο, του απηύθυνε επιστολή»)
αρχ.
1. κάνω κάτι πάλι ευθύ, ισιώνω, αποκαθιστώ
2. οδηγώ σωστά, διευθύνω
3. διοικώ, κυβερνώ, διευθετώ
4. μτφ. διορθώνω, επαναφέρω στην τάξη, τιμωρώ
5. φρ. α) «ἀπευθύνω ἐκ πρύμνης» — είμαι στο τιμόνι
β) «ἀπευθύνω τι προς τι» — προσαρμόζω
γ) εκτρέπω από την ευθεία
6. (το ουδ. της μτχ. παθ. πρκμ. ως ουσ.) το απευθυσμένο (Α ἀπευθυσμένον)
το τελικό τμήμα του παχύ εντέρου το οποΐο καταλήγει στον πρωκτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + ευθύνω < ευθύς].