Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang
η, Ν
1. χαλασμός, καταστροφή
2. χάλασμα, γκρεμισμένο τμήμα σε τοίχο
3. φρ. «μού έκανε χαλάστρα» — μού χάλασε, μού ανέτρεψε τα σχέδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάλασ-α, αόρ. του χαλώ + κατάλ. -τρα (πρβλ. κρεμάστρα)].