χαλκεομίτωρ

From LSJ

German (Pape)

[Seite 1329] ορος, ὁ, = Vorigem, Herm. bei Seidl. Eur. Troad. 284.

Russian (Dvoretsky)

χαλκεομίτωρ: ορος adj. μίτρα в медных доспехах (Ἓκτωρ Eur.).