χαλκόστεγος Search Google

From LSJ

φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death

Source

Greek (Liddell-Scott)

χαλκόστεγος: ἡ τοῦ παλατίου (τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει), ἡ διὰ χαλκοῦ ἐστεγασμένη ὀροφή, Γ. Κεδρ. τ. Α΄, σ. 647, 17, ἔκδ. Β΄, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.

Greek Monolingual

-η, -ο / χαλκόστεγος, -ον, ΝΜ
αυτός που έχει χάλκινη οροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -στεγος (< στέγη), πρβλ. μονόστεγος].