χαμαιευνάς

From LSJ

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source

French (Bailly abrégé)

άδος
fém. c. χαμαιεύνης.

English (Autenrieth)

άδος = the foregoing, σύες, ‘grovelling,’ Od. 10.243 and Od. 14.15.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, ΜΑ
βλ. χαμευνάς.

Russian (Dvoretsky)

χᾰμαιευνάς: άδος adj. f лежащая или спящая на земле (σύες Hom.).

German (Pape)

άδος, ἡ, fem. zu χαμαιεύνης; σύες χαμαιευνάδες Od. 10.243, 14.14 [wo die zweite Silbe kurz gebraucht ist]; komisch von einem Parasiten Eubul. b. Ath. III.113f; von einer Pflanze Nic. Th. 552.