χαριτόβλαστος

From LSJ

Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 207

Greek (Liddell-Scott)

χαρῐτόβλαστος: -ον, ὁ ἐπιχαρίτως βλαστάνων, κῆπος χαριτόβλαστος Κ. Μανασσ. Χρον. 4772.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που έχει ωραία βλάστηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + βλαστός (πρβλ. ἀρτί-βλαστος, ταχύ-βλαστος)].