χαριτόβλαστος

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583

Greek (Liddell-Scott)

χαρῐτόβλαστος: -ον, ὁ ἐπιχαρίτως βλαστάνων, κῆπος χαριτόβλαστος Κ. Μανασσ. Χρον. 4772.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που έχει ωραία βλάστηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + βλαστός (πρβλ. ἀρτί-βλαστος, ταχύ-βλαστος)].