οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
η (Α κενότης) κενός
1. ματαιότητα, μηδαμινότητα, κουφότητα
2. φλυαρία, κενολογία, μωρολογία
νεοελλ.
1. η ιδιότητα του κενού, του άδειου
2. έλλειψη, ανυπαρξία
αρχ.
(για σφυγμό) διάλειψη.