χείμαστρον
From LSJ
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
English (LSJ)
τό, winter clothing, Ar.Fr.888.
German (Pape)
[Seite 1342] τό, Winterkleidung (vgl. θέριστρον), Ar. bei Poll. 10, 123, vgl. 7, 61.
Russian (Dvoretsky)
χείμαστρον: τό зимняя одежда Arph.
Greek (Liddell-Scott)
χείμαστρον: τό, ἐσθὴς ἐν ᾗ χειμάζομεν, ᾗ χειμαζόμενοι χρώμεθα, χειμερινὸν ἱμάτιον, Ἀριστοφ. Ἀπόσπ. 708· πρβλ. θέριστρον.
Greek Monolingual
τὸ, Α
χειμωνιάτικο ένδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειμάζω + επίθημα -τρον (πρβλ. θέρισ-τρον «θερινό ένδυμα»)].