συμπλαταγέω

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπλᾰτᾰγέω Medium diacritics: συμπλαταγέω Low diacritics: συμπλαταγέω Capitals: ΣΥΜΠΛΑΤΑΓΕΩ
Transliteration A: symplatagéō Transliteration B: symplatageō Transliteration C: symplatageo Beta Code: sumplatage/w

English (LSJ)

A sound by striking together, Χερσί clap with the hands, Il.23.102 (v.l. συμπατάγησεν); ῥαδινὰς συμπλαταγεῖτε Χέρας Ath.Mitt.17.272 (Athens, ii A.D.); Χεῖρας Tz.H.9.631: intr., Χειρῶν συμπλαταγουσῶν v.l. for συμπαταγέω in S.E.M.6.20.
2 sound together with, ἱππείῳ Χρεμετισμῷ κελάδημα σ. λεόντων Nonn. D. 43.202.

German (Pape)

[Seite 988] zusammenschlagen; χερσί Il. 23, 102, wo Andere συμπατάγησεν schreiben; sp. D., wie Nonn. D. 11, 108.

French (Bailly abrégé)

συμπλαταγῶ :
faire du bruit en battant (des mains, etc.).
Étymologie: σύν, πλαταγή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-πλαταγέω klappen.

Russian (Dvoretsky)

συμπλᾰτᾰγέω: хлопать, всплескивать (χερσί Hom.).

English (Autenrieth)

aor. συμπλατάγησεν: χερσί, smite the hands together, Il. 23.102†.

Greek Monotonic

συμπλατᾰγέω: κάνω θόρυβο, παράγω ήχο χτυπώντας μαζί· συμπλαταγέω χερσί, χτυπώ μαζί τα χέρια μου με πάταγο, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

συμπλᾰτᾰγέω: πλαταγῶ ὁμοῦ, ποιῶ ψόφον διὰ συγκρούσεως, χερσί τε συμπλατάγησεν, «ψόφον ἐποίησε, συνεκρότησε» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 102 (διάφορ. γραφ. συμπατάγησεν)· χεῖρας Τζέτζ. Ἱστ. 9, 631.

Middle Liddell

fut. ήσω
to sound by striking together, ς. χερσί to clap with the hands, Il.