χειρώνειος

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297

Greek Monolingual

-ον, Α Χείρων, -ωνος]]
1. αυτός που αναφέρεται στον Χείρωνα («χειρώνειον ἕλκος», Αλέξ. Αφρ.)
2. φρ. α) «πάνακες Χειρώνειον»
i) το γνωστό σήμερα με την επιστημονική ονομασία καλλωπιστικό φυτό Inula helenium (Θεόφρ.)
ii) είδος του φυτού υπερικό (Διοσκ.)
β) «Χειρώνιος ῥίζα» — το γνωστό με τις κοινές σήμερα ονομασίες φυτό αγριόκλημα και αμπελουρίδα, του γένους βρυωνία (Γαλ.).