χελιδονία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, swallow's nest, prob. in Arist.HA626a12.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
s.e. ἀσπίς;
serpent, sorte d'aspic.
Étymologie: χελιδόνιος.
Greek Monolingual
ἡ, Α
η χελιδονοφωλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χελιδών, -όνος + κατάλ. -ία].