χηβάδα
From LSJ
Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn
η, Ν
η αχηβάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη λ. χήμη «είδος κοχυλιού», μέσω ενός αμάρτυρου χημάδα (βλ. και λ. αχηβάδα)].