χηβάδα

From LSJ

ἄνθρωποι κενεῆς οἰήσιος ἔμπλεοι ἀσκοί → oh men, wineskins full of empty opinion

Source

Greek Monolingual

η, Ν
η αχηβάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη λ. χήμη «είδος κοχυλιού», μέσω ενός αμάρτυρου χημάδα (βλ. και λ. αχηβάδα)].