χιονάνθρωπος

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
1. ομοίωμα ανθρώπου που συνηθίζεται να κατασκευάζουν με χιόνι τα παιδιά, για παιχνίδι, τον χειμώνα
2. φρ. «χιονάνθρωπος τών Ιμαλαΐων» — υποθετικό τερατόμορφο ον τών Ιμαλαΐων στο οποίο αποδόθηκαν ορισμένα ίχνη στη ζώνη του αιώνιου χιονιού, που θεωρήθηκαν αποτυπώματα τεράστιων πελμάτων, αλλ. γέτι.