χιονοκάλυμμα

From LSJ

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source

Greek Monolingual

το, Ν
στρώμα χιονιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + κάλυμμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αναστ. Πολυζωίδη].