χιτωνοφόρα

From LSJ

Greek Monolingual

τα, Ν
ζωολ. παλαιότερη ονομασία τών χιτωνοζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιτώνας + -φόρος. Η λ. αποτελεί απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. νεολατ. tunicata].