χιτωνοφόρος

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source

Greek Monolingual

-α, -ο / χιτωνοφόρος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και λόγιος τ. -ος Ν
αυτός που φορεί χιτώνα
νεοελλ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) βλ. χιτωνοφόρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιτών, -ῶνος + -φόρος].