χιτωνοφόρος

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source

Greek Monolingual

-α, -ο / χιτωνοφόρος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και λόγιος τ. -ος Ν
αυτός που φορεί χιτώνα
νεοελλ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) βλ. χιτωνοφόρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιτών, -ῶνος + -φόρος].