χοιρίδιος

From LSJ

κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad

Source

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α
κατασκευασμένος από χοιρινό δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. μετωπίδιος)].