χοιρίδιος

From LSJ

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation

Source

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α
κατασκευασμένος από χοιρινό δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. μετωπίδιος)].