χολοειδής
From LSJ
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
English (LSJ)
χολοειδές, = χολώδης, Nic.Th.435; αἷμα Aret.SD1.15.
German (Pape)
[Seite 1363] ές, gallenartig, -ähnlich, gallig; übrtr., zornig, Nic. Th. 435 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χολοειδής: -ές, = χολώδης, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 15, Νικ. Θηρ. 435.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
αυτός που μοιάζει με χολή, χολώδης («χολοειδὲς αἷμα», Αρετ.)
αρχ.
θυμωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος/χολή + -ειδής].