ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
το, Νμουσ. μουσικό όργανο με χορδές, έγχορδο όργανο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chordophone < χορδή + -φωνο (< φωνή)].