χορδόφωνο

From LSJ

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source

Greek Monolingual

το, Ν
μουσ. μουσικό όργανο με χορδές, έγχορδο όργανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chordophone < χορδή + -φωνο (< φωνή)].